- ορθρινός
- -ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή τού ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ορθρινότο εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)αρχ.(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινάκατά την αυγή, κατά τα χαράματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, μεσημβρ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.